- λυπησίλογος
- λῡπ-ησίλογος [ῐ], ον,A giving pain by talking, Cratin.343.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυπησίλογος — λυπησίλογος, ον (Α) αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ τού αορ. τού λυπῶ + λόγος*, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
λυπησίλογος — giving pain by talking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek